- επικαττύω
- ἐπικαττύω (Α)1. επισκευάζω παπούτσια τοποθετώντας άλλα καττύματα (σόλες)2. μτφ. επιδιορθώνω παλαιά θεατρικά έργα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… … Dictionary of Greek